βρεφοκτόνος

βρεφοκτόνος
βρεφοκτόνος
childmurdering
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρεφοκτόνος — ο, η (AM βρεφοκτόνος, ον) ο φονιάς βρέφους ή βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδροκτόνος, μητροκτόνος κ. ά)] …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκτόνος — ο, η αυτός που σκότωσε βρέφος: Η Μήδεια υπήρξε τραγική βρεφοκτόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρεφοκτόνον — βρεφοκτόνος childmurdering masc/fem acc sg βρεφοκτόνος childmurdering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Palaimon — (griechisch Παλαίμων, latinisiert Palaemon) war in der griechischen Mythologie der in eine Meergottheit verwandelte Melikertes, der Sohn der Ino, der Amme des Dionysos, der als schützender Hafengott im Mittelmeerraum verbreitet Verehrung… …   Deutsch Wikipedia

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκτονία — Η θανάτωση βρέφους από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό, αλλά μόνο μέσα στο διάστημα που υπάρχει η διατάραξη του οργανισμού που προκλήθηκε από αυτόν. Τιμωρείται από τον νόμο με ποινή μικρότερη από τη συνήθη. Λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκτονώ — ( έω) (Μ βρεφοκτονώ) [βρεφοκτόνος] φονεύω βρέφος ή βρέφη …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοκτόνος — α, ο 1. που σκοτώνει έμβρυο (είτε όσο αυτό βρίσκεται στη μήτρα είτε στον τοκετό). 2. βρεφοκτόνος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”